Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Ο Βασίλης στην Ά-λυκοι ιστορία του

Μια έκθεση του Βασίλη Παπατσαρούχα στο χώρο της οδού Καπλανών 5
του Χάρη Σαββίδη, αρχιτέκτονα dplg.

Με το Βασίλη γνωριζόμαστε εδώ και πέντε χρόνια. Παρακολουθώ τη δουλειά του γιατί μου αρέσει ο χώρος που προτείνει. Είναι ένας χώρος ολόκληρος, δικός του, μοναδικός.

Ο χώρος αυτός υπάρχει σε κάθε έργο του. Τα έργα έχουν χαρακτηριστικά μακέτας θεατρικής σκηνής. Είναι τα ίδια σκηνές θεάτρου. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι υπάρχει ιστορία. Μύθος, παραμύθι, διήγημα, υπάρχει πάντως ένα σενάριο.
Το σενάριο αυτό δεν το κατανοείς μέσα από τις εικόνες του Βασίλη, ακόμα και εάν τις δεις όλες μαζί ή προσπαθήσεις να τις βάλεις σε μία λογική σειρά. Υπάρχει μέσα από τα πρόσωπα που τα βλέπεις και τα ξαναβλέπεις. Δεν υπάρχει σε sequences αφήγησης γιατί απλά ο χώρος της κάθε εικόνας είναι διαφορετικός.

Ο χώρος γύρω από τα πρόσωπα έχει βάθος. Είναι τρισδιάστατος και αποτελεί όπως είπαμε και πάρα πάνω ένα είδος μακέτας. Θυμίζει τον χώρο στους σουρεαλιστικούς πίνακες του de Chirico. Σε κάνει δηλαδή να αναρωτιέσαι διαρκώς το γιατί της επιλογής και της θέσης των αντικειμένων. Δημιουργείται δε από τη θέση αυτών των αντικειμένων. Είναι ένας χώρος hors cadre ο οποίος όμως είναι απόλυτα κατανοητός γιατί συμβαίνει να εμπεριέχει αντικείμενα-εικόνες προσιτές και καθημερινές.
Ένας χάρακας, ένας διαβήτης, μία σφαίρα στέκονται μέσα και προσδιορίζουν τις τρεις διαστάσεις του. Έχουν τα ίδια μια επιφάνεια. Άλλοτε λεία, άλλοτε όμως δουλεμένη και παιδεμένη σαν από μόνη της να αποτελεί ένα μικρο-περιβάλλον, μια modenature. Αυτό είναι που δίνει μια λάθος κλίμακα στα έργα. Αν το πούμε διαφορετικά, αυτό είναι πολλές φορές που κάνει το χώρο να συμπυκνώνεται στα όρια μιας μακέτας. Είναι το ίδιο με μια μακέτα αρχιτεκτονικής όπου η ίδια η επιφάνεια του χαρτονιού προσδιορίζει μιαν άλλη κλίμακα.
Τα γράμματα είναι μορφές। Ενώ ο Βασίλης προσπαθεί να γράψει λέξεις και φράσεις, του ξεφεύγουν. Στο τέλος μένουν μόνο οι μορφές τους. Το εφεύρημα του A είναι χαρακτηριστικό στη λειτουργία του ως κεφάλι λύκου. Είναι το A-λυκο αρχέγονο της δουλειάς αυτής. Όμως ο θεατής ξεφεύγει. Κρατάει τα γράμματα και τις λέξεις ως μέρος του χώρου. Όχι ως νόημα, ούτε καν ως διήγηση της ιστορίας. Και καλύτερα βέβαια. Δεν θα ήταν ίδιες οι εικόνες που προτείνει ο Βασίλης αν η ιστορία απαιτούσε να την διηγηθούμε.

Τέλος φεύγοντας σου μένει μια αύρα από αυτά που είδες. Είναι ο συνδυασμός οικείων μορφών, ήρεμων χρωμάτων και νοσταλγίας. Από όλα, η νοσταλγία κατισχύει. Θα θέλαμε και εμείς να βρούμε μια ώρα που να ανατρέξουμε στις γνωστές μας ιστορίες, να μηδενίσουμε το χρόνο και να περιπλανηθούμε σαν να είμαστε μέσα σε αυτές. Και μάλλον αυτό είναι που πέτυχε ο Βασίλης: Να περιπλανηθεί μέσα στην ιστορία του, σαν να ήταν αυτός.